προσβάσεις

προσβάσεις
πρόσβασις
means of approach
fem nom/voc pl (attic epic)
πρόσβασις
means of approach
fem nom/acc pl (attic)
προσβά̱σεις , προσβαίνω
put one's foot against
aor subj act 2nd sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …   Dictionary of Greek

  • επισφάλλω — ἐπισφάλλω (Α) [σφάλλω] εξαπατώ, παραπλανώ, δίνω σφαλερή κατεύθυνση («δόλῳ δευτέρῳ τὰς προσβάσεις αὐτῶν ἐπέσφαλλον», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πολύκνημος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ… …   Dictionary of Greek

  • πρόσβαση — η / πρόσβασις, άσεως, ΝΜΑ [προσβαίνω] το μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου νεοελλ. 1. το να πλησιάζει κανείς κάπου, προσέγγιση, πλησίασμα 2. δίοδος, οδός, πέρασμα («η αστυνομία απέκλεισε όλες τις προσβάσεις προς το αεροδρόμιο»)… …   Dictionary of Greek

  • τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγγίτης — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 600 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προσοτσάνης. II Ποταμός της Μακεδονίας. Πηγάζει από τις νότιες προσβάσεις του Φαλακρού όρους και εκβάλλει στον Στρυμόνα ποταμό, του οποίου θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αθανάσιος — I (Ελληνική Σχολή Ρώμης). Ιδρύθηκε το 1576 από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ προς τιμήν του Έλληνα λόγιου I. Λάσκαρη. Είναι γνωστή ως Collegio Greco. Η σχολή παρείχε θεολογική μόρφωση σε ελληνόπουλα σύμφωνα με το δυτικό δόγμα και προετοίμαζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”